ΔΩΡΕΑΝ ΜΕΤΑΦΟΡΙΚΑ ΓΙΑ ΠΑΡΑΓΓΕΛΙΕΣ ΑΝΩ ΤΩΝ 100€ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΑ
Ιστορία του κομπολογιού

Η Ινδουιστική – βουδιστική γιρλάντα προσευχής
Η παράδοση τοποθετεί την καταγωγή του κομπολογιού στη βόρεια Ινδία, περίπου το 500 π.Χ. Η ιστορία ξεκινά με έναν πνευματικό δάσκαλο που ανέθεσε σε έναν μαθητή του, ο οποίος δεν ήξερε να μετράει, να πει 108 προσευχές. Για να τον βοηθήσει, ο δάσκαλος μάζεψε 108 κουκούτσια, τα τρύπησε, τα πέρασε σε ένα σκοινί και έδεσε τις άκρες του. Έτσι, δημιούργησε ένα απλό εργαλείο για την μέτρηση προσευχών, ιδανικό για όσους δεν ήξεραν αριθμητική.
Στο ινδικό έπος “Ραμαγιάνα” (200 π.Χ.), τα κομπολόγια των Ινδών ονομάζονταν “τζεπιάν”, από τη σανσκριτική λέξη “τζέπα” που σημαίνει προσευχή. Οι χάντρες στα ινδουιστικά προσευχητάρια ονομάζονταν “mala”, με κάθε μία να αντιπροσωπεύει και έναν θεό του ινδουιστικού πάνθεον.
Αρχικά, τα προσευχητάρια κατασκευάζονταν από απλά τρύπια κουκούτσια. Σιγά σιγά, όμως, εξελίχθηκαν σε περίτεχνα κοσμήματα φτιαγμένα από υλικά όπως κεχριμπάρι, σανταλόξυλο, κρύσταλλα, ελεφαντόδοντο και κόκαλα ζώων.
Το 800 μ.Χ. ο βουδισμός έφτασε στο Θιβέτ και μαζί του ταξίδεψαν οι χάντρες προσευχής. Τα θιβετιανά προσευχητάρια αριθμούσαν επίσης 108 χάντρες, που χωρίζονταν σε ομάδες από τρεις χάντρες πιο μεγάλες, οι οποίες συμβόλιζαν τον Βούδα, το δόγμα και την κοινότητα.
Το μουσουλμανικό κομπολόι
Η γέννηση και η ιστορία του μουσουλμανικού κομπολογιού είναι λίγο πιο σαφής. Το βουδιστικό εργαλείο μέτρησης των προσευχών προκάλεσε το ενδιαφέρον των μουσουλμάνων όταν για πρώτη φορά ήρθαν σε επαφή με τον κόσμο της Ινδίας. Επιστρέφοντας στις πατρίδες τους έφεραν μαζί τους τα θιβετιανά κομπολόγια, η θρησκευτική χρήση των οποίων ενσωματώθηκε στην παράδοση του Ισλάμ. Τα ισλαμικά κομπολόγια αποτελούνται από 99 χάντρες και διαιρούνται σε τρία τμήματα των 33 χαντρών, που χωρίζονται μεταξύ τους από ειδικές χάντρες – χωρίσματα. Ο αριθμός 99 δεν είναι τυχαίος, καθώς η προσθήκη της εκατοστής χάντρας συμβολίζει τη συμπλήρωση ενός πλήρους κύκλου προσευχής.
Το δυτικό κομπολόι
Στον καθολικό κόσμο, το κομπολόι έφτασε μέσω των Σταυροφόρων και γνώρισε ευρεία διάδοση. Σε πολλούς τάφους του 13ου αιώνα βρέθηκαν άθικτα κομπολόγια, φτιαγμένα από χάντρες περασμένες σε λεπτά σύρματα, που είχαν τοποθετηθεί ως κτερίσματα ή φυλαχτά.
Ο Άγιος Δομίνικος (1170-1221) ήταν ο πρώτος που προσέδωσε καθαρά θρησκευτική λειτουργία στο κομπολόι. Τα δυτικά κομπολόγια (chapelet) αποτελούνται από πέντε δεκάδες χαντρών, με μια παχύτερη χάντρα να διαχωρίζει κάθε δεκάδα και ένα σταυρό στο τελείωμα.
Αγγίζοντας κάθε μικρή χάντρα, οι προσευχόμενοι ψάλλουν το “Χαίρε Μαρία”, ενώ σε κάθε μεγάλη χάντρα ψάλλουν το “Πάτερ Ημών”.
Το 1470 το chapelet έγινε μεγαλύτερο και εξελίχθηκε σε rosaire (ροζάριο), περιλαμβάνοντας πλέον δεκαπέντε δεκάδες χαντρών. Αυτή η αλλαγή έδωσε την αφορμή να ιδρυθεί η περίφημη «Αδελφότητα του Κομπολογιού». Εκατό μόλις
χρόνια αργότερα η αποδοχή και η διάδοση του κομπολογιού στον καθολικό κόσμο ήταν τόσο μεγάλες, ώστε ο Πάπας Γρηγόριος ΙΓ’ καθιέρωσε τον Εορτασμό του Κομπολογιού την πρώτη Κυριακή του Οκτωβρίου.
Με την πάροδο των αιώνων και ανάλογα με τα χαρακτηριστικά κάθε λαού που ερχόταν σε επαφή μαζί του, το κομπολόι έπαιρνε διάφορες μορφές και έπαιζε ρόλους ιδιαίτερους, διαφορετικούς από την αρχική του λειτουργία, ενώ η ποικιλία των υλικών που χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή του είναι εκπληκτική.
Έτσι, βρίσκουμε κομπολόγια φτιαγμένα από κουκούτσια, κόμπους, κεραμικά, πετρώματα, κόκαλα, κέρατα, ημιπολύτιμους λίθους, όστρακα, κοράλλια, γιούσουρι, δόντια, απολιθώματα, κελύφη, ξύλο, ζύμη, ψωμί, χημικές ενώσεις, συνθέσεις από διάφορα υλικά και γενικά οποιοδήποτε υλικό απ’ το οποίο είναι δυνατόν να φτιαχτεί μια χάντρα κι ένα κομπολόι που μπορούμε να κρατάμε άνετα στην παλάμη και τα δάχτυλά μας.
Συμπερασματικά λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι η χρήση των χαντρών προσευχής λοιπόν, ξεκίνησε από την Ινδία και εξαπλώθηκε αργότερα στην Ασία, στη Μέση Ανατολή και, τέλος, στην Ευρώπη. Αν και σε όλες τις θρησκείες ο συμβολισμός των χαντρών προσευχής ήταν κοινός, δηλαδή χρησιμοποιούνταν ως ένα εργαλείο για την υποβοήθηση της προσευχής και της πνευματικής συγκέντρωσης τα υλικά, ο αριθμός των χαντρών και η θρησκευτική πίστη διέφεραν.
Το ελληνικό κομπολόι
Η ιστορία του ελληνικού κομπολογιού
- Αν και το κομπολόι δεν υπήρξε ποτέ μέσο διαλογισμού ή προσευχής για τους Έλληνες, στο Άγιον Όρος και τις άλλες μονές το 1000 μ.Χ περίπου οι μοναχοί πήραν ένα μαύρο μάλλινο σχοινάκι, έκαναν με αυτό πενήντα τέσσερις κόμπους και έπλεξαν τις δύο του άκρες σε σχήμα σταυρού.
- Επειδή με αυτό έκαναν δεήσεις προς την Παναγία, το ονόμασαν δεητικό στεφάνι της Παναγίας. Το εργαλείο κάποιοι το ονόμασαν προσευχητάρι, μια και με αυτό έκαναν προσευχές, άλλοι το είπαν κομποσκοίνι, καθώς για αυτούς αποτελούσε απλά ένα σκοινάκι με κόμπους, οι περισσότεροι όμως το είπαν κομβολόι, επειδή ακουμπώντας τον κάθε κόμβο ο προσευχόμενος λέγει και μία προσευχή. Η ένωση των λέξεων κόμβος και λέγω, γέννησαν το όνομα κομβολόγιον, κομπολόι στη δημοτική.
Η πρώτη επαφή των Ελλήνων με το κομπολόι με τη μορφή που το γνωρίζουμε σήμερα, έλαβε χώρα περίπου 500 χρόνια πριν. Το έφεραν στην Ελλάδα οι Οθωμανοί, για τους οποίους αποτελούσε σύμβολο χαλάρωσης, διασκέδασης και πολυτέλειας.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας οι Οθωμανοί αξιωματούχοι κρατούσαν μια γιρλάντα φτιαγμένη από 33 ή 99 χάντρες κεχριμπαριού στολισμένη από μια πλούσια μεταξωτή φούντα. Η γιρλάντα αυτή που την αποκαλούσαν τεσπμίχ (tesbih) λειτουργούσε ως εργαλείο προσευχής, ως σκήπτρο εξουσίας και ένδειξης οικονομικής ευμάρειας αλλά και ως μέσο χαλάρωσης του νευρικού συστήματος.
Το σκήπτρο αυτό (τεσμπίχι) γρήγορα υιοθετήθηκε από όσους συνεργάζονταν με τους Τούρκους, όπως άρχοντες, κοτζαμπάσηδες και αρματολοί. Σιγά σιγά, απέκτησε και άλλες λειτουργίες, όπως ένδειξη αγάπης και φιλίας, άδεια οικοδομής, σφραγίδα, αλλά και μέσο επίδειξης του “ΕΓΩ“, του ανδρισμού και της μαγκιάς.
Κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας παράλληλα με το τεσμπίχ, διαδόθηκε ευρύτατα και το θρησκευτικό κομπολόι. Οι θρησκευόμενοι Έλληνες, ελπίζοντας στην απαλλαγή από τα δεινά τους μέσω της προσευχής και της πίστης, υιοθέτησαν αυτό το εργαλείο.
Η συνύπαρξη κομπολογιού και τεσμπίχ είχε ως αποτέλεσμα το κομπολόι σιγά-σιγά να μεταμορφώνεται σε τεσμπίχι και το τεσμπίχι να μετονομάζεται κομπολόι. Έτσι, αρκετοί από αυτούς που είχαν στην κατοχή τους το σχοινάκι με τους κόμπους, το κομπολόι, το αντικαθιστούσαν με χάντρες περασμένες σε σχοινάκι.
Η μεταμόρφωση οφείλεται σε διάφορους παράγοντες:
- Οι χάντρες του “τεσμπίχ” είχαν μεγαλύτερο βάρος, όγκο, χρώματα και ήχο σε σχέση με τους κόμπους του κομπολογιού.
- Το “τεσμπίχ” επέτρεπε στους χρήστες να εκφράσουν την αισθητική, την κουλτούρα και την οικονομική τους ευμάρεια.
Το τεσμπίχι οριστικά μετονομάζεται σε κομπολόι από τις αρχές της επανάστασης του ’21.
Η δεδομένη εφευρετικότητα του ελληνικού λαού είχε λοιπόν ως αποτέλεσμα να αποδοθεί μια εντελώς καινούρια διάσταση στο κομπολόι, που έγινε γρήγορα αγαπημένη συνήθεια και αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης.
Ο ρόλος του κομπολογιού στην ελληνική κοινωνία
Από τις αρχές του 19ου αιώνα, η αντίληψη για το κομπολόι άρχισε να διαφοροποιείται. Κάθε άνθρωπος άρχισε να του προσδίδει μια διαφορετική ερμηνεία, τροποποιώντας τη δομή και τη χρήση του ανάλογα με την προσωπικότητα, την οικονομική του κατάσταση και την αισθητική του. Έτσι, γεννήθηκαν τα κοσμικά κομπολόγια.
Τα κοσμικά κομπολόγια φτιάχνονται από χάντρες διαφόρων υλικών και από εξαρτήματα διαφόρων μετάλλων. Η κατάληξη τους δεν είναι ένας πλεγμένος σταυρός, αλλά μια φούντα, μια μεγάλη χάντρα, ένα ρολόι ή οτιδήποτε άλλο διαλέξει ο κάτοχός της.
Μπορεί να είναι κατασκευασμένα από κεχριμπάρι, ημιπολύτιμους λίθους, ασήμι, χρυσό, μετάξι και και γενικά φυσικά υλικά με θετική ενέργεια, ωφέλιμη για τον οργανισμό.
Πρόκειται για έργα τέχνης που αξίζει να αγγίζουμε με χάρη, αποφεύγοντας το δυνατό χτύπημα των χαντρών τους. Στόχος είναι η χαλάρωση του πνεύματος και του σώματος, η εμβάθυνση στον εσωτερικό μας κόσμο και η αφύπνιση της δημιουργικής μας φαντασίας, όχι η πρόκληση ενόχλησης στους γύρω μας.